- γερός
- -ή, -ό (AM γερός, -ά, όν)(για κτήρια) στερεόςμσν.- νεοελλ.ακέραιος, ολάκαιροςνεοελλ.(για ανθρώπους)1. υγιής2. εύρωστος, ρωμαλέος, δυνατός3. ικανός, έμπειρος σε κάτι («γερός μάστορας»)4. (για πράγματα) στερεός, ασφαλής, ανθεκτικός5. (για σκεύη) άσπαστος, αράγιστος6. (για ενδύματα) άφθαρτος, άλειωτος7. (για καρπούς) αυτός που δεν προσβλήθηκε από έντομα, αντίθετο τού κούφιος ή τού σάπιος8. φρ. α) «γερό ποτήρι» — άνθρωπος ανθεκτικός στην οινοποσίαβ) «γερή μπάζα» — αξιόλογη χρηματική είσπραξη ή ανέντιμος χρηματισμόςγ) «γερά λεφτά» ή «γεροί παράδες» — πολλά και σίγουρα κεφάλαια, μεγάλη περιουσίαδ) (ουδ. πληθ. ως επίρρ.) στα γεράπάρα πολύ έντονα, στα σοβαράε) «είναι γερός αποκάτω» — δεν είναι κίναιδος.[ΕΤΥΜΟΛ. < (αρχ. επίθ.) υγιηρός «υγιεινός, υγιής, γερός» < υγιής].
Dictionary of Greek. 2013.